Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

Νίκος Καζαντζάκης






Η καρδιά του ανθρώπου είναι ένα κουβάρι κάμπιες 
φύσηξε, Χριστέ μου, να γίνουν πεταλούδες!

Ό,τι δε συνέβη ποτέ, είναι ότι δεν ποθήσαμε αρκετά. 

Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, ειμαι λεύτερος. 

Μπόρα είναι μαθές η ζωή. Θα περάσει!



Η πέτρα, το σίδερο, το ατσάλι δεν αντέχουν. Ο άνθρωπος αντέχει.

Η αγάπη κι η συμπόνια είναι θυγατέρες του ανθρώπου, όχι του Θεού.

Τι θα πει ευτυχία; Να ζεις όλες τις δυστυχίες.


Πρέπει να γίνεις εσύ ήλιος για να φωτίσεις τους σβησμένους ήλιους των άλλων.

Θεριό ‘ναι η καρδιά του ανθρώπου. Θεριό ανήμερο… Χριστέ μου, μήτε εσύ μπόρεσες να τη μερώσεις.

Η πέτρα, το σίδερο, το ατσάλι δεν αντέχουν. Ο άνθρωπος αντέχει.

Μια αστραπή η ζωή μας. Μα προλαβαίνουμε.

Ένα θεριό που δεν ξέρει πως είναι θεριό είναι η νιότη.
  
Ποιος μπορεί να τα βάλει με το σεισμό, με τη φωτιά, με τα νιάτα;

Έχουν να πουν πως άνθρωπος είναι το ζώο που συλλογιέται το θάνατο. Όχι, σου λέω εγώ. Άνθρωπος είναι το ζώο που συλλογιέται την αθανασία.

Και ποια είναι η πιο αψηλή εντολή; Ν' αρνηθείς όλες τις παρηγοριές-θεούς, πατρίδες, ηθικές, αλήθειες - ν' απομείνεις μόνος και ν' αρχίσεις να πλάθεις εσύ, με μοναχά τη δύναμή σου, έναν κόσμο που να μην ντροπιάζει την καρδιά σου... Ποια 'ναι η πιο αντρίκια χαρά; Ν' αναλαβαίνεις την πάσα ευθύνη. 

Ν' αγαπάς την ευθύνη, να λες εγώ, εγώ μονάχος μου θα σώσω τον κόσμο.Αν χαθεί, εγώ θα φταίω


Δεν υπάρχουν ιδέες - υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες - κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τους κουβαλάει. 



Ό,τι εμείς οι άνθρωποι λέμε πόλεμο για την πίστη και την πατρίδα, τα κοράκια το λένε φαγοπότι - και ότι εμείς λέμε ήρωα, τα κοράκια το λένε νόστιμο κρέας.


Ελευτεριά θα πει να μάχεσαι στη γης χωρίς ελπίδα! 



Ερχόμαστε απο μία σκοτεινή άβυσσο. Καταλήγουμε σε μία σκοτεινή άβυσσο. Το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Ευθύς ως γεννηθούμε, αρχίζει και η επιστροφή, ταυτόχρονα το ξεκίνημα και ο γυρισμός. Κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι' αυτό πολλοί διαλάλησαν. Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία. 



Η Ελλάδα επιζεί ακόμα, επιζεί νομίζω μέσα από διαδοχικά θαύματα.


Η λευτεριά δεν έχει σκοπό. Μήτε βρίσκεται στη γης ετούτη - στη γης ετούτη βρίσκεται μονάχα ο αγώνας για τη λευτεριά. 



Αγωνιζόμαστε για τα άφταστα, και γι' αυτό ο άνθρωπος έπαψε να είναι ζώο. 



Καλή 'ναι η δικαιοσύνη, μα για τους αγγέλους - ο άνθρωπος ο κακομοίρης δεν αντέχει, θέλει έλεος... 


Μπας και βρίσκεται στον πάτο της Κόλασης, Κύριε, η πόρτα της Παράδεισος; 


Ζούμε μόνοι, πεθαίνουμε μόνοι, το ενδιάμεσο φωτεινό σημείο το λέμε ζωή. 


«Αν δεν αγκαλιάσεις τον εαυτό σου εσύ πρώτα, μην περιμένεις να το κάνει άλλος» Αγάπα τον άνθρωπο γιατί είσαι εσύ...

Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα.

Δεν έχω πολιτικό σύστημα. Δε μισώ κανένα, αυτή είναι η ιδεολογία μου.


Ποιος είναι ο δρόμος για την εκπλήρωση του δικού μου του νόμου; Να διαταράξω την τάξη, να συντρίψω το πρωτόκολλο, να ξεστρατίσω από τους προγόνους. Να αλητεύσω στ' απαγορευμένα, στις αγέρωχες κι επικίντυνες περιοχές του αβέβαιου. Να δέχουμαι ατάραχος ακόμη περισσότερο: σαν ευλογία την κατάρα του πατέρα και της μάνας. Να έχω το θάρρος να είμαι μόνος... 



Ο Νίτσε με δίδαξε...πως δεν πρέπει ποτέ να 'χεις μια αντίληψη για τη ζωή που να σου επιτρέπει ελπίδες και ανταμοιβές. Είσαι ελεύθερος άνθρωπος, όχι μισθοφόρος...Να παλεύεις χωρίς να καταδέχεσαι να ζητάς ανταμοιβή, [αυτό] είναι η αληθινή ελευθερία 



Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή, του αρέσει να παίζει, μα η καρδιά αγριεύει, δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης. 


Πέρα από το νου, στον ιερό γκρεμό της καρδιάς, ακροποδίζω τρέμοντας. Το ένα μου πόδι αδράχνεται από το σίγουρο χώμα, το άλλο ψάχνει στα σκοτεινά απάνω από την άβυσσο. 

Ποιο είναι το χρέος μου; Να συντρίψω το σώμα, να χυθώ να σμίξω με τον Αόρατο. Να σωπάσει ο νους, ν΄ ακούσω τον Αόρατο να φωνάζει. 

Περπατώ στ΄ αφρόχειλα της άβυσσος και τρέμω. Δυο φωνές μέσα μου παλεύουν. O νους: "Γιατί να χανόμαστε κυνηγώντας το αδύνατο; Μέσα στον ιερό περίβολο των πέντε αιστήσεων χρέος μας ν΄ αναγνωρίσουμε τα σύνορα του ανθρώπου." 

Μα μια άλλη μέσα μου φωνή, ας την πούμε έχτη δύναμη, ως την πούμε καρδιά, αντιστέκεται και φωνάζει: "Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν΄ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου! Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!" ...;. 

Πού να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;

Η ψυχή του ανθρώπου, ένα πράμα πιο αληθινό από όλες τις αλήθειες.

Η ζωή όλη είναι μια φασαρία. Μόνο ο θάνατος δεν είναι. Ζωή είναι όταν 'λύνεις το ζωνάρι σου και ζητάς φασαρίες.


Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύουμαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι ...;.


Όσο ζούμε μιαν ευτυχία, δύσκολα τη νιώθουμε. Μονάχα όταν περάσει και κοιτάξουμε πίσω μας, καταλαβαίνουμε ξαφνικά -και κάποτε με κατάπληξη- πόσο σταθήκαμε ευτυχισμένοι. 

Άστρα, πουλιά, σπόροι μέσα στο χώμα, όλα υπακούουν. Και μόνο ο άνθρωπος σηκώνει κεφάλι και θέλει να παραβεί το νόμο και να μετατρέψει την υπακοή σε ελευτερία. Γι’ αυτό κι απ’ όλα τα πλάσματα του Θεού αυτός μονάχα μπορεί κι αμαρταίνει. Τι θα πει αμαρταίνει; χαλνάει την αρμονία.


Δεν είναι νερό δροσερό ο Θεός, όχι, δεν είναι νερό δροσερό, να το πιες, να δροσερέψεις. Είναι φωτιά, και πρέπει να περπατάς απάνω της. Κι όχι μονάχα να περπατάς, παρά, κι αυτό ‘ναι το πιο δύσκολο, παρά και να χορεύεις! Σίγουρα, ευτύς ως μπορέσεις να χορέψεις, η φωτιά γίνεται νερό δροσάτο, μα ώσπου να φτάσεις ως εκεί τι αγώνας, τι αγωνία, Θεέ μου!

Ο Χριστός είναι παντού, τριγυρίζει απόξω από το χωριό μας, χτυπάει την πόρτα μας, στέκεται και ζητιανεύει απόξω από την καρδιά μας. Φτωχός, πεινασμένος, άστεγος είναι ο Χριστός

Σαν το κρασί ’ναι κι ο Χριστός. Όμοια ανοίγει κι αυτός την καρδιά των ανθρώπων και μπαίνει ο κόσμος όλος. Όμοια θ’ ανοίξει και την Παράδεισο να μπουν οι αμαρτωλοί.

Ο Χριστός δεν κάθεται από τα σύννεφα, σε θρόνο, όχι. Παλεύει απάνω στα χώματα, πονάει κι αυτός, αδικιέται κι αυτός και πεινάει και σταυρώνεται μαζί μας.

Ό,τι είχε βαθιά ανθρώπινο ο Χριστός, μας βοηθάει να τον καταλάβουμε και να τον αγαπήσουμε και να παρακολουθούμε τα Πάθη του, σαν να ’ταν δικά μας πάθη. Αν δεν είχε μέσα του το ζεστό ανθρώπινο στοιχείο, δε θα μπορούσε ποτέ με τόση σιγουράδα και τρυφερότητα ν’ αγγίξει την καρδιά μας. Και δε θα μπορούσε να γίνει πρότυπο στη ζωή μας.

Ακριβή πραμάτεια η λευτεριά. 


Η ανώτατη αρετή δεν είναι να ’σαι ελεύτερος, παρά να μάχεσαι για ελευτερία. 



Δεν είναι η λευτεριά πέσε πίτα να σε φάω. Είναι κάστρο, και το παίρνεις με το σπαθί σου. Όποιος δέχεται από ξένα χέρια τη λευτεριά, είναι σκλάβος. 


Αυτό θα πει άνθρωπος: να πονάς, ν’ αδικιέσαι, να παλεύεις και να μην το βάνεις κάτω!

Αν ήταν να με ρωτούσαν ποιος δρόμος πάει στον ουρανό, θ’ απαντούσα: ο πιο δύσκολος. 

Μεγάλη κολυμπήθρα τα δάκρυα, παιδί μου… 

Θα βρούμε, εκεί που πάμε, το Θεό. Και θα τον βρούμε, όχι όπως τον παριστάνουν όσοι δεν τον είδαν ποτέ τους, ένα ροδομάγουλο γέρο, που κάθεται μακάρια σε πουπουλένια σύννεφα και προστάζει. Μα σα μικρή φωνή που τινάζεται από τα σωθικά μας και σηκώνει πόλεμο.

Χαίρουμαι, άνθρωπος είμαι, όταν μου τύχει ένα καλό, μα πιο πολύ χαίρουμαι όταν πλακώσει η δύσκολη ώρα! Γιατί λέω: τώρα θα δείξεις, παπα-Φώτη, αν είσαι άντρας αληθινός ή κουνέλι.

Όταν πολυσυχάσει το νερό, βουρκιάζει, όταν πολυσυχάσει η ψυχή, βουρκιάζει.

Και στο πιο μικρό πετραδάκι, και στο πιο ταπεινό λουλούδι, και στην πιο σκοτεινή ψυχή, βρίσκεται ολάκερος ο Θεός

Μωρέ δεν είναι κρίμα κι άδικο να μη βαστάει χίλια χρόνια η νιότη του ανθρώπου! Μπας και φοβήθηκε ο Θεός μην του πάρουμε το θρόνο, και σιγά σιγά, μπαμπέσικα, μας ξαρματώνει – μας βγάζει τα δόντια, μας ξεκλειδώνει τα γόνατα, μας τσακίζει τα νεφρά, μας θολώνει τα μάτια, και τρέχουν τα ρουθούνια και τα χείλια μας μύξες και σάλια; Δε με νοιάζει ο θάνατος, δε με νοιάζει, θεόψυχά μου, ας με φάει μια και καλή το βόλι. Μα αυτό το σιγανό ξεγιβέντισμα, όχι, δεν υπογράφω!

Μια μέρα περνούσα από ένα χωριουδάκι. Ένας μπαμπόγερος ενενήντα χρονών φύτευε μια μυγδαλιά. -Ε, παππούλη, του κάνω, μυγδαλιά φυτεύεις; Κι αυτός, έτσι σκυμμένος που ήταν, στράφηκε και μου κάνει: -Εγώ, παιδί μου, ενεργώ σα να ήμουν αθάνατος! -Κι εγώ, του αποκρίθηκα, ενεργώ σα νάταν να πεθάνω την πάσα στιγμή. Ποιος από τους δυο μας είχε δίκιο, αφεντικό;


Μια φορά στην Αραπιά ήταν ένα παμπόνηρος βασιλιάς. Κάθε πρωί, πριν ξημερώσει, μάζευε τους σκλάβους και δεν τους άφηνε να πιάσουν δουλειά προτού να διατάξει τον ήλιο ν’ ανατείλει. Ένας γερο-σοφός τον ζύγωσε μια μέρα και του κάνει:


-Δεν ξέρεις πως ο ήλιος δεν περιμένει τη διαταγή σου;

-Το ξέρω, γερο-σοφέ, το ξέρω. Μα τι Θεός, δε μου λες, θα ‘ταν αν δεν μπορούσε να γίνει όργανό μου;



Ο άνθρωπος βιάζεται, ο Θεός δε βιάζεται

Εύκολο να θυσιάσεις στο Θεό το τίποτα, δύσκολο να θυσιάσεις τα πάντα.

Ένας δρόμος, ένας μονάχα οδηγάει στο Θεό, ο ανήφορος.

Δεν τον φοβάμαι το Θεό, αυτός καταλαβαίνει και συχωρνάει. Τους ανθρώπους φοβάμαι. Αυτοί δεν καταλαβαίνουν και δε συχωρνούν.

Όσο υπάρχουν παιδιά που πεινούν, Θεός δεν υπάρχει!

Αν δε δει ο Θεός χέρι ανθρώπου, δε βάζει μήτε κι αυτός το δικό του.

Ο Θεός με προστατεύει όταν όλοι πνιγούν κι εγώ μονάχα γλιτώσω. Ο Θεός με προστατεύει κι όταν όλοι γλιτώσουν κι εγώ μονάχα πνιγώ.

Σκύβω απάνω στο μερμήγκι, θωρώ μέσα στο γυαλιστερό μαύρο μάτι του το πρόσωπο του Θεού.

Θεός είναι η ακατάλυτη δύναμη που μεταμορφώνει την ύλη σε πνέμα. Κάθε άνθρωπος έχει μέσα του ένα κομμάτι από το θεϊκό αυτό στρόβιλο και γι’ αυτό κατορθώνει να μετουσιώνει το ψωμί και το νερό και το κρέας και να το κάνει στοχασμό και πράξη.

Μωρέ τι υποφέρει κι αυτός ο Θεός, βρήκε τον μπελά του μαζί μας. Φωνάζουν τα ψάρια: Μη μας στραβώσεις, Κύριε, και μπούμε στα δίχτυα! Φωνάζουν οι ψαράδες: Στράβωσε τα ψάρια, Κύριε, να μπούνε στα δίχτυα! Ποιον από τους δυο ν’ ακούσει ο Θεός; Πότε ακούει τα ψάρια, πότε τους ψαράδες – κι έτσι πορεύεται ο κόσμος! 

Δεν είναι νερό δροσερό ο Θεός, όχι, δεν είναι νερό δροσερό, να το πιεις, να δροσερέψεις. Είναι φωτιά, και πρέπει να περπατάς απάνω της. Κι όχι μονάχα να περπατάς, παρά, κι αυτό ’ναι το πιο δύσκολο, παρά και να χορεύεις! Σίγουρα, ευτύς ως μπορέσεις να χορέψεις, η φωτιά γίνεται νερό δροσάτο, μα ώσπου να φτάσεις ως εκεί τι αγώνας, τι αγωνία, Θεέ μου!

“Το κρέας δικό σου, τα κόκαλα δικά μου”
Ο Νίκος Καζαντζάκης θυμάται την πρώτη του επίσκεψη στο δημοτικό σχολείο:
Ήμουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο σφαγάρι κι ένιωθα μέσα μου περφάνια και φόβο. Μα το χέρι μου ήταν σφηνωμένο βαθιά μέσα στη φούχτα του πατέρα μου κι αντρειευόμουν. Μπήκαμε σ’ ένα παλιό χτίρι, με μια φαρδιά αυλή κι ένα κατασκονισμένο πλατάνι στη μέση. Κοντοστάθηκα, δείλιασα. Το χέρι μου άρχισε να τρέμει μέσα στη μεγάλη ζεστή φούχτα.


Ο πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά μου, με χάιδεψε. Τινάχτηκα. Ποτέ δε θυμόμουν να μ’ έχει χαϊδέψει. Σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρόμαξα, τράβηξε πίσω το χέρι του:

-Εδώ θα μάθεις γράμματα, είπε, να γίνεις άνθρωπος. Κάμε το σταυρό σου.

Ο δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι. Κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα, μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο.

-Ετούτος είναι ο γιος μου, του ‘πε ο πατέρας μου

-Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη φούχτα του και με παράδωκε στο δάσκαλο.

-Το κρέας δικό σου του ‘πε, τα κόκαλα δικά μου. Μη τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάνε τον άνθρωπο.
-Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη. Έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου