Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙ∆Α;


 «Μία καλή εφηµερίδα είναι µία χώρα που µιλάει στον εαυτό της», 
έλεγε αστειευόµενος το 1961 ο Αρθουρ Μίλερ. Μία δεκαετία 
αργότερα, δύο ρεπόρτερ της «Ουάσιγκτον Ποστ» έγραψαν µία 
σειρά άρθρων που ανέτρεψαν τον πρόεδρο Νίξον και το κύρος 
της έντυπης δηµοσιογραφίας εκτινάχθηκε στα ύψη. Στην ιδανική 
περίπτωση, οι εφηµερίδες ελέγχουν αποτελεσµατικά επιχειρήσεις 
και κυβερνήσεις. Συνήθως καθορίζουν την ειδησεογραφική 
ατζέντα για λογαριασµό των υπόλοιπων ΜΜΕ.

Ωστόσο, οι 
µεγάλης κυκλοφορίας διεθνείς εφηµερίδες είναι πλέον ένα 
επαπειλούµενο είδος. Η αποστολή τους, να πωλούν άρθρα σε 
αναγνώστες και αναγνώστες σε διαφηµιστές, που διατήρησε επί 
µακρόν το ρόλο τους στην κοινωνία, αποσυντίθεται σταδιακά. 

Απ’ όλα τα παραδοσιακά ΜΜΕ, οι εφηµερίδες είναι αυτές που 
πλήττονται περισσότερο από το Ίντερνετ. Η κυκλοφορία τους 
πέφτει εδώ και δεκαετίες στις ΗΠΑ, τη ∆υτική Ευρώπη, τη 
Λατινική Αµερική, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Ωστόσο, 
τα τελευταία χρόνια, το ∆ιαδίκτυο επιτάχυνε την πτώση. Στο 
βιβλίο του «Η υπό εξαφάνιση εφηµερίδα» ο Φίλιπ Μάιερ
υπολογίζει ότι σε µερικές δεκαετίες θα εξαφανιστεί κάθε έντυπο 
στις ΗΠΑ όταν και ο τελευταίος εξαντληµένος αναγνώστης 
πετάξει και την τελευταία έκδοση. Αυτού του είδους  οι απόψεις 
µπορεί να προκαλούν οργή στους µεγαλοεκδότες, αλλά  κανείς 
δεν µπορεί να αρνηθεί το γεγονός πως όλο και περισσότεροι νέοι 
ενηµερώνονται στο Ιντερνετ. Οι Βρετανοί ηλικίας 15 έως 24 ετών 
εκτιµάται ότι περνούν σχεδόν 30% λιγότερο χρόνο διαβάζοντας 
εθνικές εφηµερίδες, µόλις αρχίσουν να χρησιµοποιούν  το 
∆ιαδίκτυο. 

Η διαφήµιση ακολουθεί τους αναγνώστες κατά πόδας. Το κυνήγι 
είναι σχεδόν ξεδιάντροπο, σε µεγάλο βαθµό επειδή η τηλεόραση 
και το Ιντερνετ είναι γοητευτικότερα  µέσα και συνδέουν 
καλύτερα αγοραστές και πωλητές. Ειδικά οι µικρές αγγελίες 
γνωριµιών στρέφονται ταχύτατα στον κυβερνοχώρο. Ο Ρούπερτ 
Μέρντοχ κάποτε τις είχε χαρακτηρίσει τα ποτάµια χρυσού της 
βιοµηχανίας του Τύπου, όπως όµως απεφάνθη πέρυσι, 
«ορισµένες φορές τα ποτάµια στεγνώνουν».  

Αγνοώντας την πραγµατικότητα για πολλά χρόνια, οι εφηµερίδες 
επιτέλους αναλαµβάνουν δράση. Για να περικόψουν το  κόστος, 
ήδη έχουν αρχίσει να δαπανούν λιγότερα στον τοµέα της 
δηµοσιογραφίας. Προκειµένου να προσελκύσουν lifestyle
νεανικότερο κοινό, στρέφονται σε ένα συνδυασµό άρθρων, 
ψυχαγωγίας και θεµάτων, που άπτονται περισσότερο της 
καθηµερινής ζωής και λιγότερο της διεθνούς και της εσωτερικής 
πολιτικής. Προσπαθούν να δηµιουργήσουν νέες επιχειρήσεις τόσο 
εντός όσο και εκτός δικτύου. Και, τέλος, επενδύουν  σε δωρεάν 
καθηµερινά έντυπα, τα οποία δεν αναλώνουν το ισχνό 
δηµοσιογραφικό δυναµικό τους στην αποκάλυψη της πολιτικής ή 
επιχειρηµατικής διαφθοράς. 

«Είναι οι σηµερινοί δηµοσιογραφικοί όµιλοι σε θέση να κρατούν 
ενηµερωµενους τους πολίτες, µία αποστολή, στην οποία βασίζεται 
η δηµοκρατία;», αναρωτήθηκε σε πρόσφατη έκθεσή του το 
ερευνητικό ίδρυµα Κάρνεγκι στη Νέα Υόρκη. Πάντως, η παρακµή 
των εφηµερίδων δεν θα είναι τόσο καταστροφική για την
κοινωνία όσο φοβούνται ορισµένοι. Θυµηθείτε πως η εφηµερίδα 
έχει ήδη επιβιώσει από την φθίνουσα πορεία των κυκλοφοριών 
λόγω της άνθησης της τηλεόρασης µετά τη δεκαετία του ’50. 
Προφανώς, θα επιβιώσει και από την επικείµενη διαδικτυακή 
εξέλιξη. 
The Economist  
Το πρωτότυπο άρθρο: www.economist.com/displaystory.cfm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου