Κάτω από πάμπολλες
καλές προθέσεις υπάρχουν κρυμμένα συναισθήματα που κανείς δεν τολμά να
εξομολογηθεί στον εαυτό του: η εκδίκηση, η αυτοκαταστροφή, η ενοχή, ο φόβος της
νίκης, η μακάβρια χαρά μπροστά στην τραγωδία του άλλου.
Paulo Coelho
ΑΥΘΟΡΜΗΤΑ
«Έλα Γιάννη. Σήκω»
Ο
Γιάννης Αρσλάνογλου, ένα ξανθό ψηλό παιδί σηκώνεται απ’ το θρανίο του και κατευθύνεται προς τον πίνακα, δίπλα στην έδρα της καθηγήτριας.
Στα χέρια του κρατάει σφιχτά
την εργασία του για τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΣΤ΄.
«Είναι μεγάλη βλέπω», παρατηρεί η καθηγήτρια της ιστορίας. «Θα μας διαβάσεις
ένα απόσπασμα;»
«Ναι, το έχω επιλέξει, κυρία»
Η
Κατερίνα κάθεται στο
πρώτο θρανίο. Από τότε που θυμάται τον εαυτό της κάθεται εκεί. Όχι πως είναι φυτό – κανείς δεν
την έχει αποκαλέσει
ποτέ έτσι, μιας και είναι συμπαθής
σε όλα τα παιδιά του σχολείου της, αλλά επειδή ακόμα και με τους φακούς επαφής,
τα
πράγματα γύρω της μοιάζουν
πάντα λίγο ξεθωριασμένα.
Ο
Γιάννης με τα περισσότερα βλέμματα της τάξης πάνω του, κρύβεται πίσω απ’ την εργασία και
ξεκινάει να διαβάζει.
Τα
μάτια της Κατερίνας πέφτουν στο εξώφυλλο: «Κωνσταντίνος ΣΤ΄, εργασία του Αρσλάνογλου Γιάννη, Β΄4».
Δούλεψε
πολύ γι’ αυτήν την εργασία. Το
αγόρι έχει αναφέρει στην Κατερίνα ότι διάβασε τρία
ογκώδη βιβλία και όλα τα σχετικά με το θέμα άρθρα στο διαδίκτυο. Τελικά η
συγγραφή των σαράντα σελίδων της εργασίας έγινε σε τρεις μήνες. Η Κατερίνα το ξέρει. Κοιτάζει και σκέφτεται πως τον συμπαθεί πολύ.
Όμως
οι άλλες σκέψεις της ανεμπόδιστες ξεφεύγουν απ’ το υποσυνείδητο και καταλαμβάνουν
το νου της. Μπροστά απ’ τα μάτια της περνούν τώρα εικόνες σαν ταινία. Δεν το
θέλει. Μα η ηδονή και η ευχαρίστηση δεν γίνεται να φρενάρουν αφού δίνεται το
έναυσμα. Παρακολουθεί τον εαυτό της να
σηκώνεται. Έχει το ίδιο ύψος σχεδόν με τον Γιάννη, εκείνος φαίνεται λίγο
ψηλότερος λόγω του λουκ στο μαλλί, που κρατιέται ίσια ψηλά. Η Κατερίνα κοιτάζει
τα μάτια του που αθώα τρέχουν στις λέξεις της εργασίας του, οι οποίες μία-μία
αποκτούν υπόσταση γλιστρώντας απ’ το στόμα του. Το αγόρι δεν έχει προσέξει ότι η Κατερίνα απέχει
μερικά εκατοστά απ’ τον ίδιο. Η έφηβη σηκώνει το χέρι της ψηλά. Σαν αυτόματη
μηχανή το κατεβάζει μ’ όλη της την δύναμη πάνω στην εργασία. Τα δεμένα με
σπιράλ φύλλα φεύγουν απ’ τα χέρια του Γιάννη κι σκορπίζονται στο πάτωμα. Η
Κατερίνα σκύβει αστραπιαία, τα μαζεύει κι αρχίζει να τα σκίζει. Τα φύλλα
ελευθερώνονται μαζικά, άλλα άθικτα κι άλλα σκισμένα και τσαλακωμένα. Ο ήχος του
χαρτιού που σχίζεται, το αυθόρμητο βλέμμα του Γιάννη γεμάτο απορία και τρόμο. Μια
άγρια γεύση οργής, μια τρελή αίσθηση ικανοποίησης, δύναμης, εξουσίας σαν ναρκωτικό
απλώνεται σ’ όλο της το κορμί. Δεν υπάρχει κανένας λόγος για όλο αυτό. Στ’
αλήθεια συμπαθεί πολύ τον Γιάννη! Μα τώρα, μπροστά στα μάτια του διαλύει ό,τι
με τόσο κόπο έχει φτιάξει εκείνος, το έργο του. Καμιά καλοσύνη, καμιά ένδειξη
ανθρωπιάς, αυτό είναι που γοητεύει τόσο πολύ την Κατερίνα. Ακολουθεί μαγεμένη
την μυρωδιά των κατώτερων ενστίκτων και κάθε στιγμή ευφραίνεται ακόμα
περισσότερο.
Ο
Γιάννης συνεχίζει να διαβάζει για πέντε ακόμη λεπτά και μετά επιστρέφει στην
θέση του, αφού εισπράττει συγχαρητήρια λόγια απ’ την καθηγήτρια.
Είναι σαφώς πιο εύκολο να ελέγξει τις
πράξεις παρά τις σκέψεις της. Εκείνες σαν μικρόβια επιτίθενται μολύνοντας την
και δεν την αφήνουν να ησυχάσει. Φυσικά ποτέ δεν υλοποίησε και δεν επρόκειτο να
υλοποιήσει κάποια απ’ αυτές. Κι αυτή η αδράνειά της κάνει τις σκέψεις της να
αποτελούν έναν κρυφό προς τους άλλους εαυτό. Η Κατερίνα δεν είναι αυτό που
φαίνεται. Και μερικές φορές δεν το συνειδητοποιεί ούτε η ίδια. Έχει την ανάγκη
να μην το συνειδητοποιεί.
Είναι ένας συγγραφέας που αφιέρωσε το
μεγαλύτερο μέρος της ζωής του για να γράψει ένα μυθιστόρημα. Το έργο του τώρα
ολοκληρωμένο, χίλιες είκοσι δακτυλογραφημένες σελίδες βρίσκεται πάνω στο
γραφείο του, εκεί που ο συγγραφέας πέρασε ατέλειωτες ώρες δημιουργώντας.
Είναι ένας μαθηματικός που σπατάλησε όλη
την ζωή του προσπαθώντας να αποδείξει ένα θεώρημα. Ο μαθηματικός επέλεξε να μην
έχει προσωπική ζωή, να μην αναδειχτεί στον τομέα του. Θυσίασε τα πάντα για να
αποδείξει το θεώρημα που τώρα αποδεδειγμένο κάθεται πάνω στο γραφείο του.
Η Κατερίνα είναι εκεί. Παίρνει το
οινόπνευμα και λούζει μ’ αυτό τα φύλλα χαρτιού. Ρίχνει το σπίρτο. Κοιτά για
λίγο της σελίδες που μαυρίζουν και αναδιπλώνονται φλεγόμενες. Έπειτα ανεβάζει
το βλέμμα της στο πρόσωπο του συγγραφέα, του μαθηματικού. Η έκφρασή τους ίδια.
Είναι η πιο αυθόρμητη γκριμάτσα που έχει δει ποτέ. Οι άνθρωποι που ακόμα
κάθονται πίσω απ’ τα γραφεία τους, βλέπουν τους κόπους μιας ζωής, τα μεγαλύτερά
τους δημιουργήματα να καταστρέφονται σε μερικά δευτερόλεπτα. Η Κατερίνα
τρέφεται απ’ αυτές τις ρυτίδες που χαράσσουν τα πρόσωπα του συγγραφέα και του
μαθηματικού. Ζει, επιβιώνει από την τραγωδία των άλλων, την καταστροφή της
τέχνης τους.
~
Η
Κατερίνα κλαίει. Κουλουριασμένη στο κρεβάτι της χύνει τα δάκρυά της βουβά πάνω
στο παντελόνι της. Νιώθει πως αν κοίταζε το είδωλό της στον καθρέφτη την στιγμή
που οι διαστροφικές της σκέψεις την εξουσίαζαν, θα αντίκριζε αντί για την ίδια
ένα τέρας, μια παραμορφωμένη Κατερίνα. Πρώτη φορά έχει τρομάξει τόσο με τον
εαυτό της.
Θυμάται την ώρα της Χημείας στο σχολείο.
«Ξέρετε
τι έκαναν οι ΝΑΖΙ για να σκοτώσουν μαζικά τους Εβραίους; Είναι δύσκολο να
πρέπει να σκοτώσεις εκατοντάδες ανθρώπους μέσα σε μια ημέρα»
Στην αίθουσα που γίνεται το μάθημα της
Χημείας κατεύθυνσης δεν ακούγεται κανένας θόρυβος πέρα απ’ την τραχιά φωνή του
καθηγητή. Απ’ έξω ο χειμωνιάτικος αέρας φυσά αναγκάζοντας τα κλαδιά ενός
γειτονικού στην τάξη δέντρου να λικνίζονται άρρυθμα δεξιά κι αριστερά.
«Έτσι
οι άνθρωποι αυτοί σκέφτηκαν το εξής: έλεγαν στους Εβραίους ότι θα τους πάνε για
ντους και μ’ αυτήν την πρόφαση κατάφερναν να βάζουν πάνω από πεντακόσια άτομα
σ’ έναν θάλαμο. Χωρίς παράθυρα, χωρίς τίποτα. Μόνο στην οροφή υπήρχαν αεραγωγοί.
Από εκεί, μόλις έκλειναν οι θύρες του θαλάμου ελευθερώνονταν τα σφαιρίδια του
Κυκλώνα. Το υδροκυάνιο εκλυόταν…»
Είκοσι ζευγάρια μάτια κοιτούν με κομμένη
την ανάσα το πρόσωπο του καθηγητή τους. Κρέμονται απ’ τα χείλη του περιμένοντας
την τελευταία του φράση.
»…και
σε είκοσι λεπτά όλοι οι έγκλειστοι είχαν αποβιώσει»
Ο αέρας έχει κοπάσει έξω απ’ την τάξη, αλλά
κατά έναν περίεργο τρόπο τα κλαδιά του δέντρου συνεχίζουν να ταλαντεύονται
σπάζοντας τη σιωπή. Δεν γίνεται να αντιληφθεί το μέγεθος της βαρβαρότητας. Δεν
χωράει κάτι τόσο παράλογο στο μυαλό της Κατερίνας. Ελπίζει να μην χωράει. Η ανθρώπινη
ιστορία είναι γεμάτη βία, προσπάθειες του ανθρώπου να βλάψει τον συνάνθρωπο.
Το κορίτσι σκουπίζει τα δάκρυα της και
βγαίνει απ’ το δωμάτιό της.
«Μαμά,
θα βγω σε λίγο»
Η μητέρα της διαβάζει ένα βιβλίο στην
πολυθρόνα του σαλονιού. Παίρνει τα μάτια της απ’ αυτό και κοιτάει γλυκά την
κόρη της.
«Τι
θες να φτιάξω για αύριο;»
«Μακαρόνια,
καρμπονάρα!», χαμογελάει η κοπέλα.
«Προχθές
φάγαμε. Ξέχνα το». Στρέφει πάλι τα μάτια της στο βιβλίο. «Φασολάκια»,
μονολογεί.
Η Κατερίνα την πλησιάζει και την φιλάει
στο μάγουλο. Ξανά και ξανά.
«Σιγά,
θα με κατσιάσεις!», διαμαρτύρεται η μητέρα της χαμογελώντας πλατιά.
«Μακαρόνια!»,
φωνάζει η Κατερίνα μπαίνοντας στο μπάνιο για να κάνει ένα γρήγορο ντους.
«Ναι
καλά. Ο πατέρας σου να δούμε τι θα πει», ακούγεται η φωνή της γυναίκας πίσω απ’
την πόρτα του μπάνιου που κλείνει.
Αναλογίζεται τις σχέσεις της με την
οικογένειά της, με τους φίλους της, με το αγόρι της. Είναι όλα τόσο υγιή.
Νιώθει πολύ όμορφα με τον εαυτό της, μακριά απ’ όλη την παράνοια του μυαλού
της. Ίσως είναι λίγο υπερβολική με το πρόβλημά της. Ίσως η έλλειψη ενός
ουσιαστικού προβλήματος στην ζωή της την ανάγκασε να δημιουργήσει αυτού του είδους
την κατάσταση. Ήδη νιώθει μια ευχάριστη αλλαγή καθώς το καυτό νερό του ντους
χτυπάει όλο της το κορμί ξεμουδιάζοντας τους πονεμένους μυς της.
~
Αδυνατεί να εστιάσει σε κάποια συγκεκριμένο
σημείο το βλέμμα της και τα πάντα γύρω της είναι θολά. Πέρασε πάνω από δύο ώρες
μέσα σε μια σκοτεινή αίθουσα απέναντι από ένα πανί πάνω στο οποίο εναλλάσσονταν
ακατάπαυστα εικόνες.
«Δεν
έχω ξανασυναντήσει πάντως κορίτσι που να του αρέσει τόσο πολύ να βλέπει θρίλερ»
«Δεν
μου αρέσει τόσο πολύ», αποκρίνεται η Κατερίνα τονίζοντας την προτελευταία της
λέξη. Τυλίγει το χέρι της γύρω απ’ το μπράτσο του. «Βασικά, ποιος ο λόγος να
υπάρχουν θρίλερ; Τι εξυπηρετούν;», αναρωτιέται.
«Ό,τι
θέλει ο κόσμος φτιάχνουν οι αμερικάνοι. Γουστάρει αίμα το κοινό»
Περπατούν προς την έξοδο του
κινηματογράφου. Έχει αρκετό κόσμο –αν και κοντεύει μία το πρωί- και δυσκολεύονται να κινηθούν. Μα όταν συζητά
με το αγόρι της τα πάντα χάνονται γύρω της και υπάρχουν μόνο οι λέξεις του που
αιωρούνται μπροστά της. Είναι σαν κομματάκια ενός παζλ που ποτέ δεν θα μπορέσει
να φτιάξει ολόκληρο, γιατί τα νοήματα είναι τόσα πολλά και μερικά απ’ αυτά
απίστευτα δυσνόητα. Ευτυχώς ανάμεσα στις λέξεις υπάρχουν κάποια φιλιά που αιωρούνται
κι αυτά στον αέρα για να της δίνουν μια γλυκιά οσμή σαν ακριβού αρώματος.
«Το
θέμα είναι: γιατί του αρέσει τόσο το αίμα;», τον κοιτάει στα μάτια. «και γενικά
οι φόνοι και το να κάνει κακό άνθρωπος σε άνθρωπο»
«Πραγματικότητα
δεν είναι;» Είναι κάπως απόλυτος.
«Κατ’
αρχάς όχι και κατά δεύτερον πιστεύω πως το να δείχνεις κάτι κακό στον άλλον
–ακόμη κι αν είναι πραγματικότητα, είναι σαν να του λες να το κάνει. Δίνεις
αξία σε κάτι κακό προβάλλοντάς το. Και στην εποχή που ζούμε μας έχουν συνηθίσει
σε κάτι τέτοια. Θέλω να πω…», σκέφτεται τον εαυτό της και νιώθει ευτυχισμένη που
έστω και πλαγίως έχει την ευκαιρία να θίξει το πρόβλημά της. «Από μικρά παιδιά
ερχόμαστε σε επαφή με την βία, το έγκλημα, το να καταστρέφουμε ζωές.
Εξιδανικεύουμε την κάθε κακιά πράξη. Επειδή έτσι μας μεγάλωσαν οι τηλεοράσεις
και τα βιντεοπαιχνίδια: να θεωρούμε τους εγκληματίες ήρωες. Και τώρα πάμε και
πληρώνουμε για να διασκεδάσουμε βλέποντας φόνους»
«Θες
να μην ξαναπάμε να δούμε θρίλερ; Επειδή νόμιζα ότι και σένα…»
«Όχι»,
τον κόβει. «Μ’ αρέσουν τα θρίλερ. Αυτό είναι το πρόβλημα», φοβάται παράλληλα
μήπως έχει εκτεθεί αρκετά. Μήπως η <<κρυφή-παράλογη>> πλευρά του
εαυτού της έγινε αντιληπτή στο αγόρι της. Όμως συνεχίζει. «Γιατί μας αρέσει να
βλέπουμε κεφάλια να κόβονται;»
«Γιατί»,
σκέφτεται το αγόρι. Είναι πολύ έξυπνος. «Νιώθουμε έντονα συναισθήματα. Την
αδρεναλίνη να ανεβαίνει. Ε, όπως και να το κάνουμε… το αίμα… Δεν ξέρω. Ο πόνος,
τα ουρλιαχτά. Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να το περιγράψω» Δεν του αρέσει που δεν
μπορεί να της απαντήσει. Αισθάνεται αμήχανος πλάι στο κορίτσι του. «Είναι όλα
ψεύτικα ρε μωρό μου», βρίσκει την εύκολη λύση. Πλησιάζει στα χείλη της και
τυφλά τα βρίσκει. Η Κατερίνα ξεχνιέται για λίγο στην οσμή των φιλιών που πλανιούνται
ανάμεσα στις λέξεις. Αγκαλιάζονται σφιχτά, ενώνονται. Μα αν τα φιλιά τους
εξαφανίζουν την σημασία των όσων συμβαίνουν γύρω της, η πραγματικότητα είναι
εκεί για να την περιμένει αμέσως μετά.
«Πότε
δεν ξέρεις ποια θα είναι η στιγμή που όλα αυτά θα γίνουν αλήθεια», απαντάει
τελεσίδικα και μ’ ένα αταίριαστο στη συζήτηση χαμόγελο ευτυχίας καρφιτσωμένο
στο πρόσωπό της.
Η
φαντασία της ταξιδεύει σ’ έναν άλλο πολυκινηματογράφο, αφύσικα παρόμοιο μ’
αυτόν. Εκεί ένα ζευγάρι δεκαεξάχρονων φιλιέται γλυκά. Είναι το πιο όμορφο φιλί
που έχει παρακολουθήσει ποτέ η Κατερίνα. Ίσως πιο γλυκό απ’ τα δικά της με το
αγόρι της. Το ζευγάρι αγαπιέται τόσο πολύ, μια αγάπη που ξεπερνά τα όρια της
λογικής.
Η μοναδική λάμπα του πολυκινηματογράφου
τρεμοσβήνει για λίγο αφήνοντας τα πάντα στο έλεος του νυχτερινού σκοταδιού. Η
Κατερίνα παίρνει το μυτερό μαχαίρι της κουζίνας απ’ το σπίτι της, εκείνο το
τεράστια μεταλλικό μαχαίρι. Είναι εκείνος ο ίδιος ήχος όπως το σχίσιμο του
χαρτιού όταν το φονικό όργανο εκτελεί το χρέος του αριστοτεχνικά. Ίσως τελικά
δεν είναι το χαρτί που σχίζεται κάθε φορά, αλλά η ψυχή του ανθρώπου. Το κορίτσι
που πριν ήταν βυθισμένο στην ευτυχία μένει τώρα χωρίς αγόρι. Κι η αγάπη της γι’
αυτόν είναι σαν μια τεράστια κατάρα: όσα χρόνια κι αν περάσουν ποτέ δεν θα
φύγει. Από δω και πέρα είναι καταδικασμένη να αγαπάει το άτομο που ποτέ δεν θα
ξανακούσει, ποτέ δεν θα ξανανιώσει.
Απ’ το στόμα της
κοπέλας βγαίνει μια κραυγή που όμοια της δεν έχει ξανακούσει η Κατερίνα. Ένας
ήχος τόσο σπαραχτικός, που εντυπώνεται άμεσα και για πάντα στο μυαλό της
Κατερίνας. Μάλλον ο πόνος να χάνεις έναν μεγάλο έρωτα είναι ο πιο τραγικός. Κι
είναι ένα διαφορετικό είδος πόνου απ’ τους υπόλοιπους. Φαίνεται σαν η κοπέλα
που ακόμα τα χείλη της είναι υγρά απ’ το φιλί να έχει συνειδητοποιήσει την
οριστική και αμετάκλητη απώλεια του αγοριού της. Πιο γρήγορα από κάθε άλλη
τραγική συνειδητοποίηση. Ήταν σαν να το περίμενε από πάντα, ήταν ο πιο μεγάλος
της φόβος, να τον χάσει. Όμορφο πονεμένο προσωπάκι! Όμως η Κατερίνα δεν είναι
σίγουρη αν απόλαυσε αυτό το σκηνικό όπως τα άλλα, παρά την σκληρότητά του.
Γιατί –τολμά να ομολογήσει στον εαυτό της-…
σκότωσε το αγόρι της. Το δικό της αγόρι.
Σήμερα δεν μπορεί να την γυρίσει στο σπίτι
της. Έτσι η Κατερίνα βρίσκεται μόνη της να σουλατσάρει στα θεοσκότεινα στενά
της γειτονιάς της. Φοβάται αρκετά. Ένας σκύλος γαυγίζει ένα-δυο τετράγωνα
παραπέρα κόβοντας την ανάσα της κοπέλας. Εκείνη, αφού συνέρχεται, βεβαιώνεται
πως κανείς δεν την παρατηρεί –όλα τα φώτα στις πολυκατοικίες της γειτονιάς
είναι σβηστά. Έπειτα, επιταχύνει τον ρυθμό βηματισμού της. Περπατάει πιο άγρια,
θυμωμένα, αποφασιστικά. Νιώθει σαν να παίζει θέατρο. Μέσα της σκέφτεται ότι
είναι πολύ δυνατή, παντοδύναμη. Έχει την δύναμη να εξουσιάζει τους πάντες, να
τους κινεί σαν μαριονέτες. Φαντάζεται πως τώρα, σαν μια μέγαιρα, κατευθύνεται αποφασιστικά
προς το σημείο που θα ατιμώσει το επόμενό της θύμα.
Μπαίνει στο σπίτι της. Και πέφτει για ύπνο.
Τα όνειρά της είναι γεμάτα με εκείνη και το αγόρι της σε κινηματογράφους και σε
παραλίες. Φιλιούνται, μπερδεύονται και χάνονται. Κάπου βαθιά στο όνειρο
βρίσκεται και ο έφηβος που η Κατερίνα σκότωσε. Είναι μακριά απ’ την κοπέλα του,
εκείνη που εγκατέλειψε στον πολυκινηματογράφο. Κι ενώ η Κατερίνα κυλιέται σε
παραλίες με το αγόρι της, το άλλο αγόρι απέχει κόσμους ολόκληρους απ’ την δική
του κοπέλα. Κι ενώ θέλει όσο τίποτε άλλο να αισθανθεί τα χείλη του στα δικά
της, δεν θα μπορέσει ποτέ να το κάνει…
~
Τελικά τρώνε καρμπονάρα. Η Κατερίνα
χαμογελάει ανόητα μπουκωμένη με αρκετά μακαρόνια.
«Την
Δευτέρα και την Τρίτη θα φας φασολάκια», η μαμά της σηκώνεται απ’ την θέση της
για να φέρει απ’ την κουζίνα το πιπέρι.
«Την
Τρίτη θα φας ό,τι θες γιατί εμείς θα λείπουμε όλη την μέρα», της ψιθυρίζει ο
μπαμπάς της, που κάθεται δίπλα της στο τραπέζι.
«Πού
θα πάτε;»
«Κλείνουμε
είκοσι χρόνια με την μαμά σου», της λέει χαμογελώντας. Είναι στ’ αλήθεια
χαρούμενος. «Πού λες να την πάω;»
«Σε
‘κανα ωραίο εστιατόριο;», αναρωτιέται η Κατερίνα χαμογελώντας. Εύχεται να έχει
κι αυτή τόσο καλές σχέσεις με τον μελλοντικό σύζυγό της μετά από είκοσι χρόνια
γάμου. «Α, πήγαινέ την…»
«Σουτ,
έρχεται!», της σφίγγει το χέρι.
Οι ακτίνες του μεσημεριανού χειμωνιάτικου
ήλιου ξαφνικά διεισδύουν απ’ το μεγάλο παράθυρο της τραπεζαρίας χαρίζοντάς της άπλετο
φως Ένα γκρίζο σύννεφο έφυγε μπροστά απ’ τον ήλιο. Για λίγα λεπτά όλα δείχνουν σαν να μην είναι
χειμώνας, αλλά άνοιξη. Σίγουρα σε λίγο ένα άλλο γκρίζο σύννεφο θα κρύψει και
πάλι τον ήλιο.
Για να ‘ρθει η ώρα που το φως του θα κάνει
ξανά την εμφάνισή του και μετά θα ξαναφύγει. Κι όλο αυτό δεν θα τελειώνει. Λίγα
πράγματα αλλάζουν κάθε φορά. Και σίγουρα όσο και να περνάει ο καιρός οι σκέψεις
της Κατερίνας δεν την αποχωρίζονται. Μάλιστα όταν δεν αγχώνεται με την φύση
τους και τους λόγους που τις
δημιουργούν, αλλά μόνο τις απολαμβάνει, τότε όλα πάνε καλά. Νιώθει πιο δυνατή,
πιο σημαντική. Ικανή να κάνει τα πάντα. Ικανή να διευρύνει τα όρια αυτού του
μικρού για την ίδια χώρου που της έχει δοθεί για να ζήσει. Μερικές φορές όμως
προβληματίζεται για το ποιόν της.
«Είμαι
καλός άνθρωπος;»
«Δεν
έχω γνωρίσει πιο καλό άνθρωπο από σένα», την φιλάει δυνατά στο στόμα
χαϊδεύοντας το μάγουλό της. «Είσαι τόσο γλυκιά και καλοπροαίρετη πάντα!»
«Είμαι
καλός άνθρωπος;», ξαναρωτά.
«Κατερίνα,
δεν έχω γνωρίσει καλύτερη φίλη από σένα!». Η κολλητή της φίλη της σφίγγει λίγο
ως ένδειξη αγάπης το χέρι. Τα δάχτυλά των χεριών τους είναι μπερδεμένα μεταξύ
τους και ξεχωρίζεις ποιο είναι ποιας απ’ το διαφορετικό χρώμα νυχιών.
«Ειλικρινά, είσαι από τα λίγα άτομα που ποτέ μου δεν έχω σκεφτεί ότι θα με
πρόδιδες και θα με στενοχωρούσες. Νομίζω ότι είσαι αφύσικα τέλεια μερικές
φορές»
«Είμαι
καλός άνθρωπος;», ρωτά για μια τελευταία φορά.
«Όχι»,
της απαντά το είδωλό της στον καθρέφτη. «Δεν έχω γνωρίσει κάποιο άλλο άτομο που
να τρέφεται απ’ τον πόνο, να νιώθει ευτυχισμένο όταν καταστρέφει καθετί ωραίο»
~
Είναι μέσα Φλεβάρη, όμως το κρύο δεν έχει
ακόμα υποχωρήσει. Η μέρα είναι αρκετά φωτεινή και ταυτόχρονα παγερή. Τα θρανία,
οι καρέκλες, οι τοίχοι της τάξης είναι πιο ψυχρά από ποτέ. Ο καθηγητής που τους
διδάσκει Φυσική Γενικής Παιδείας μιλάει στους μαθητές για τα ηλεκτρικά φορτία.
Η Κατερίνα αισθάνεται πως αυτή τη στιγμή ελάχιστοι μαθητές προσέχουν την
παράδοση του καθηγητή. Άλλοι είναι σωριασμένοι στο θρανίο τους και ακουμπούν το
κεφάλι τους βαριεστημένα στην κρύα του επιφάνεια, άλλοι μιλούν ψιθυριστά μεταξύ
τους κι άλλοι κοιτούν με μάτια γυάλινα και αφηρημένα τον καθηγητή, ενώ ο νους τους
περιπλανιέται σε μακρινούς κόσμους.
Η κοπέλα που κάθεται δίπλα στην Κατερίνα, η
Σοφία, ζωγραφίζει αφηρημένα στο περιθώριο του βιβλίου της Φυσικής. Σχεδιάζει
πάρα πολύ όμορφα. Η Κατερίνα μπορεί να δει το μάτι μιας γυναίκας κι από κάτω
ένα δάκρυ. Είναι τόσο ρεαλιστική η ζωγραφιά! Θέλει να την μουτζουρώσει με το μαύρο της στυλό.
Ξάφνου πίσω απ’ την πόρτα της αίθουσας
ακούγονται πολλές φωνές. Εύθυμες εφηβικές κραυγές οι οποίες όσο περνούν τα
δευτερόλεπτα δυναμώνουν. Τέλος, η πόρτα της τάξης χτυπά για να μπουν έξι
μαθητές μέσα. Άλλοι είναι ντυμένοι κλόουν και άλλοι απλώς φοράνε χρωματιστές
περούκες και ψεύτικες μύτες. Η Κατερίνα λίγο καθυστερημένα προσέχει πως στα
χέρια τους κρατάνε μουσικά όργανα: ένα βιολί, ένα τεράστιο τύμπανο, μια λύρα,
ένα κλαρίνο και δυο κιθάρες. Είναι η ορχήστρα του σχολείου της.
«Κύριε
να τα πούμε;», φωνάζουν δυνατά στον καθηγητή ασυγχρόνιστα.
«Παιδιά,
είστε με τα καλά σας; Έχω μάθημα! Τι να πείτε;», φωνάζει έξαλλα ο άντρας.
«Τα
αποκριάτικα κάλαντα κύριε!»
Στην τάξη ήδη επικρατεί μια έντονη βαβούρα.
Ο καθηγητής δεν μπορεί να αρνηθεί και τα όργανα έχουν ήδη ξεκινήσει να παίζουν.
Η ορχήστρα έχει μεταφερθεί στον χώρο μπροστά απ’ τον πίνακα, την
<<σκηνή>> της τάξης, ώστε να τους βλέπουν όλοι. Η μουσική που ακούγεται
είναι ποντιακή. Κάτω απ’ τις μάσκες τους και τα αποκριάτικα ρούχα ακούγονται οι
φωνές τους, άλλες όμορφες κι άλλες άσχημες, άλλες δυνατές κι άλλες πιο σιγανές.
Το αποτέλεσμα είναι πολύ όμορφο.
Ο
ήχος δυναμώνει, τα ντεσιμπέλ ανεβαίνουν κι η αίθουσα σαν να ξεκίνησε να
γυρίζει. Ίσως γύριζε από πάντα. Οι ψεύτικες μύτες και τα πρόσωπα των κλόουν
φαίνονται πιο άσχημα τώρα, σχεδόν τρομαχτικά. Ο ρυθμός της μουσικής γίνεται πιο
γρήγορος, τα λόγια ακαταλαβίστικα. Το τύμπανο χτυπάει πιο δυνατά. Οι χορδές του
βιολιού τρίζουν ανατριχιαστικά διαρκώς απ’ το δοξάρι. Η Σοφία σηκώνεται. Όλοι
τραγουδάνε πιο δυνατά. Η αίθουσα αρχίζει να στενεύει, γίνεται πιο ασφυκτική.
Σύντομα θα γεμίσει με αίματα. Τραγουδούνε το «Ας αρχίσουν οι χοροί».
Η Σοφία κάνει πολλά πράγματα μέσα στην ίδια
στιγμή. Αρπάζει απ’ το χέρι του βιολονίστα το βιολί και του το ρίχνει στο
κεφάλι. Αυτό σπάζει στα δύο. Παίρνει το γιγάντιο τύμπανο και σαν κολάρο το
φοράει στον λαιμό του τυμπανιστή. Το κλαρίνο βρίσκεται στην κοιλιά του
κλαρινίστα. Κι οι κιθάρες πέφτουν απ’ το παράθυρο μαζί με τους κιθαρίστες. Η
Σοφία είναι αυτή που καταφέρνει να διαπεράσει τα ογκώδη σώματα των δύο παιδιών
απ’ τα κάγκελα του παραθύρου της τάξης. Ίσως να έσπασαν μερικά πλευρά των
ανθρώπων στην προσπάθειά της αυτή. Η λύρα είναι αυτή που παίζει ακόμα. Βέβαια,
όλα τα όργανα αντηχούν μέχρι τώρα. Η τάξη μυρίζει αίμα και μείκ-απ απ’ το
βάψιμο των μασκοφορεμένων μουζικάντιδων.
Η Σοφία κοιτάζει το αγόρι που παίζει λύρα.
Απέχει μερικά εκατοστά απ’ την μύτη του.
«Σταμάτα», ψιθυρίζει
παγερά. «Παίζεις τόσο άθλια». Στην πραγματικότητα ξέρει ότι παίζει υπέροχα!
Τα όργανα ακόμα παίζουν. Παίζουν το «Ας
αρχίσουν η χοροί». Όλη η τάξη ακούει γεμάτη κέφι τα αποκριάτικα κάλαντα. Η
Σοφία γυρνάει αργά προς την Κατερίνα και της ψιθυρίζει στο αυτί μερικές λέξεις:
«Δεν
θα ήταν τέλειο τώρα να σηκωθώ πάνω, να τους φέρω τα όργανα κολάρο και να πετάξω
έναν-δυο απ’ το παράθυρο;»
Η Κατερίνα την κοιτάζει. Στ’ αλήθεια, δεν
μπορεί να συγκρατηθεί και να μην χαμογελάσει.
«Αυτό
είναι τέχνη!», της ψιθυρίζει ξανά η Σοφία με μάτια που γυαλίζουν. Έπειτα
γυρίζει ξανά προς την ορχήστρα.
Τα κορίτσια κοιτάζουν μαζί ονειροπόλα την
ορχήστρα του σχολείου τους που παίζει.
Όλη η τάξη, όλοι οι άνθρωποι κοιτάζουν
ονειροπόλα την ορχήστρα του σχολείου τους που παίζει.
Συγχαρητήρια!
ΑπάντησηΔιαγραφή